- δίτροχος
- -η, -ο (AM δίτροχος, -ον)(για οχήματα, ποδήλατα κ.λπ.) αυτός που έχει δύο τροχούςμσν.- νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το δίτροχο(ν)όχημα με δύο τροχούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίτροχος — η, ο αυτός που έχει δύο τροχούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διτρόχου — δίτροχος two wheeled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίτροχος — η, ο, Ν 1. (για όχημα) αυτός που έχει τρεις τροχούς 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίτροχο ποδήλατο ή αυτοκίνητο με τρεις τροχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + τροχός (πρβλ. δίτροχος). Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στην εφημερίδα Εφημερίς τού Λαού] … Dictionary of Greek